- αποικιστής
- οο οικιστής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποικιστής — ἀποικιστής, ο (Α) ο ιδρυτής αποικίας, ο αρχηγός της ομάδας των αποίκων … Dictionary of Greek
ἀποικιστής — leader of a colony masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικιστικός — ή, ό ο σχετικός με τον αποικισμό, αυτός που ευνοεί ή αποβλέπει στον αποικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Αλεξάντερ, Γουίλιαμ, κόμης του Στέρλινγκ — (William Alexander, περ. 1567 – 1640). Ποιητής, αυλικός και αποικιστής (βλ. λ. Στέρλινγκ, Γουίλιαμ Αλεξάντερ, κόμης του) … Dictionary of Greek
Σμίθ, Τζων — (Smith). Άγγλος εξερευνητής και αποικιστής (Γουίλομπαι, Λινκολνσάιρ 1579 Λονδίνο 1631). Αφού διάσχισε όλη την Ευρώπη σαν μισθοφόρος γύρισε στην πατρίδα του και, το 1607, με 144 άποικους πήγε στη Βιρτζίνια όπου ίδρυσε την πόλη Τζαίημς τάουν και… … Dictionary of Greek
Σουζά, Μαρτίμ Αφόνσο ντε — (Sousa). Πορτογάλος αποικιστής (Βίλα Βιτσόζα 1500 Λισσαβόνα 1564). Το 1530 ο Ιωάννης ο Γ’ του ανάθεσε αποστολή με 5 πλοία και 500 άντρες για να καταλάβει τη ζώνη του Pίο Ιανέιρο όπου ίδρυσε τον Άγιο Βικέντιο και την Πιρατινίγκα και, αργότερα, το… … Dictionary of Greek